- ἔγκλιμα
- ἔγκλιμαslopeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγκλιμα — ἔγκλιμα, το (Α) 1. κλίση, κατωφέρεια 2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση 3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση 4. επικλινής έκταση 5. γραμμ. εγκλιτική λέξη … Dictionary of Greek
ἐγκλιμάτων — ἔγκλιμα slope neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίμασι — ἔγκλιμα slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίμασιν — ἔγκλιμα slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίματα — ἔγκλιμα slope neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίματι — ἔγκλιμα slope neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίματος — ἔγκλιμα slope neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)